- γιγνομένης
- γίγνομαιcome into a new state of beingpres part mp fem gen sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
AMELES — fluv. apud inferos, cuiusaquam nullum vas continere potest.Plato l. 10. de Rep. Σκηνᾶςθαι οὐν σφᾶς ἤδη ἑσπέρας γιγνομένης παρὰ τὸν Αμέλητα ποταμὸν, τȏυ τὸ ὕδωρ ἀγγεῖον οὐδὲν ςτέγει … Hofmann J. Lexicon universale
φορά — η, ΝΜΑ, και ιων. τ. φορή Α 1. η κατεύθυνση κινούμενου πράγματος, η διεύθυνση τής κίνησης του (α. «η φορά τού ανέμου» β. «κυκλεῑσθαι... τὸν ἄτρακτον... τὴν αὐτὴν φοράν», Πλάτ.) 2. ορμή, φόρα (α. «επέπεσε με μεγάλη φορά» β. «παῑς ὢν... φορᾱς μεστὸς … Dictionary of Greek